- δύσοσμα
- δύσοσμοςill-smellingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… … Dictionary of Greek
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
λόχια — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
φαλλώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη βασιδιομυκήτων που ανήκει στην κλάση γαστερομύκητες και η οποία περιλαμβάνει είδη γνωστά ως δύσοσμα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. fallales (< φαλλός + κατάλ. ales)] … Dictionary of Greek
διαμίνες — Οργανικές δισόξινες βάσεις που περιέχουν δύο αμινομάδες. Η απλούστερη είναι η αιθυλενοδιαμίνη με τύπο (CH2)6(NH2)2, μία α διαμίνη που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία. Γνωστές δ. είναι και οι πτωμαΐνες, εξαιρετικά δύσοσμα προϊόντα σήψης των… … Dictionary of Greek
θειαιθέρες — Θειοργανικές ενώσεις του τύπου R S R’ (R, R’ όμοια ή διαφορετικά αλκύλια). Πρόκειται για ενώσεις ανάλογες με τους αιθέρες και προκύπτουν από αυτούς με αντικατάσταση ενός ατόμου οξυγόνου από θείο. Είναι άχρωμα υγρά, γενικά δύσοσμα (έχουν αιθερική… … Dictionary of Greek
κοκκιδίαση ή κοκκιδίωση — Σοβαρή πάθηση που προσβάλλει τα ζώα και σπανιότερα τους ανθρώπους και προκαλείται από τα πρωτοζωικά παράσιτα της υπόταξης των κοκκιδίων (coccidia). Τα κοκκίδια παρασιτούν στο εντερικό τοίχωμα των ξενιστών τους, όπου μπορούν να προκαλέσουν… … Dictionary of Greek
δύσοσμος — η, ο αυτός που έχει δυσάρεστη μυρουδιά: Θα ξεριζώσω αυτά τα δύσοσμα φυτά από τη γλάστρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)